- επιπρέπεια
- ἐπιπρέπεια, ἡ (Α) [επιπρεπής]1. σεμνότητα, ευπρέπεια2. εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιπρέπεια — congruity fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπρεπείας — ἐπιπρεπείᾱς , ἐπιπρέπεια congruity fem acc pl ἐπιπρεπείᾱς , ἐπιπρέπεια congruity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπρεπείαις — ἐπιπρέπεια congruity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπρέπειαν — ἐπιπρέπεια congruity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)